- ναρκίσσινον
- ναρκίσσινοςmade of narcissusmasc acc sgναρκίσσινοςmade of narcissusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναρκίσσινος — ινη, ο (Α ναρκίσσινος ίνη, ον) [νάρκισσος] αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.) αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.) … Dictionary of Greek